σκοτωμένους

σκοτωμένους
σκοτάω
their sight is darkened
pres part mp masc acc pl
σκοτόω
darken
pres part mp masc acc pl (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βροτοφθόρος — βροτοφθόρος, ον (Α) 1. εκείνος που καταστρέφει τους ανθρώπους 2. φρ. «σκῡλα βροτοφθόρα» λάφυρα από σκοτωμένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός + φθόρος < φθείρω] …   Dictionary of Greek

  • σκοτώνω — Ν 1. θανατώνω, φονεύω (α. «σκότωσε τη γυναίκα του» β. «καὶ σκοτωμένους δυο απ αυτούς, πολλ άσκημα ευρήκα», Ερωτόκρ.) 2. μτφ. α) προκαλώ βαθιά θλίψη και πόνο, ταλαιπωρώ, σωματικά ή ψυχικά, καταβασανίζω (α. «με αυτό που μού είπες μέ σκότωσες» β.… …   Dictionary of Greek

  • σκυλεύω — ΝΑ [σκῡλον] 1. απογυμνώνω νεκρό στρατιώτη και παίρνω τα όπλα του (α. «συνόδευαν τη μονάδα και σκύλευαν τους σκοτωμένους» β. «σκυλεύσας τοὺς Ἀργείους νεκροὺς καὶ προσφορήσας τὰ ὅπλα πρὸς τὸ ἑωυτοῡ στρατόπεδον», Ηρόδ.) 2. διαρπάζω, λαφυραγωγώ (α.… …   Dictionary of Greek

  • Κάλι — I Ινδική θεότητα, που ταυτίζεται με την Ντουργκά, σύζυγο του Σίβα. Συμβολίζει την τρομερή όψη των δυνάμεων της φύσης και λατρεύεται ως θεά του θανάτου. Σε μερικές αιρέσεις γιόγκα αντιπροσωπεύει το σύμβολο της ριζικής δύναμης που κατευθύνει το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”